- ἀποσφάξ
- ἀπο-σφάξ, abgeschnitten, steil
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀπόσφαξ — ἀποσφάξ broken off masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόσφαγος — ἀποσφάξ broken off masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφάξ — Πόλη και λιμάνι της Τυνησίας, πρωτεύουσα διοικητικής περιφέρειας. Είναι χτισμένη κοντά στα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης Ταπαρούρα και αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της χώρας. Έχει αξιόλογη βιομηχανία, κυρίως υπερφωσφορικών… … Dictionary of Greek